- ξεδιάλυμα
- τό1) прям. , перен. распутывание, приведение в порядок; 2) разъяснение, объяснение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεδιάλυμα — το [ξεδιαλύνω] 1. ξεκαθάρισμα 2. αποσαφήνιση, διευκρίνιση 3. (για όνειρα) επαλήθευση τής ερμηνείας … Dictionary of Greek
ξεδιάλυμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεδιαλύνω, το ξεκαθάρισμα, η διευκρίνιση. 2. για όνειρα, η πραγματοποίηση της ερμηνείας που δόθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)